ἐκκυνηγέσσω
From LSJ
English (LSJ)
aor. 1 inf. -κυνηγέσαι, track out, S.Ichn.75.
Spanish (DGE)
(ἐκκῠνηγέσσω)
dar caza, perseguir τόνδε φῶτα A.Eu.231 (cj., cf. ἐκκυνηγέτης), λείαν, ἄγραν, σύλησιν de las vacas robadas a Apolo, S.Fr.314.81.
Greek Monolingual
ἐκκυνηγέσσω (Α)
ανιχνεύω, ιχνηλατώ.