ἐκπλαγής

From LSJ

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπλᾰγής Medium diacritics: ἐκπλαγής Low diacritics: εκπλαγής Capitals: ΕΚΠΛΑΓΗΣ
Transliteration A: ekplagḗs Transliteration B: ekplagēs Transliteration C: ekplagis Beta Code: e)kplagh/s

English (LSJ)

ἐκπλαγές, (ἐκπλήσσω) panic-stricken, Plb.1.76.7, al.; ἐπί τινι Id.2.3.3; τῷ πράγματι Luc.DMar.15.2.

Spanish (DGE)

(ἐκπλᾰγής) -ές
• Morfología: [plu. nom. ἐκπλαγέες AP 9.603 (Antip.Sid.)]
1 asustado, aturdido ἐκπλαγεῖς γινόμενοι διὰ τὸ παράδοξον Plb.1.76.7, cf. D.S.10.20, Phleg.36.1, ἐπὶ τῷ παραδόξῳ Plb.2.3.3, ἐπὶ τῷ συμβεβηκότι Plb.4.69.3, cf. 16.34.9, Str.4.4.5, τῷ πράγματι Luc.DMar.15.2.
2 enloquecido πᾶσαι ... ἐκπλαγέες λύσσᾳ δαίμονος de servidoras de Dioniso AP l.c.

German (Pape)

[Seite 773] ές, = ἔκπληκτος, erschreckt, bestürzt; Pol. 1, 76, 7; Strab. 4, 4, 5 u. a. Sp. – Adv. ἐκπλαγῶς, Hesych.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπλᾰγής: пораженный, ошеломленный, опешивший (διὰ τὸ παράδοξον Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπλᾰγής: -ές, (ἐκπλήσσω) ἐκπεπληγμένος, ἔντρομος, Πολύβ. 1. 76, 7, κτλ.

Greek Monolingual

ἐκπλαγής, -ές (Α)
έντρομος, φοβισμένος.