ἐκπραΰνω
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
strengthened for πραΰνω, Plu.2.74d.
Spanish (DGE)
suavizar, calmar τὸ πικρὸν καὶ δηκτικὸν ... λόγοις ἐπιεικέσιν ἐκπραΰνουσι Plu.2.74d, τὸν φλογμόν Paul.Sil.Therm.Pyth.M.86.2266.
German (Pape)
[Seite 776] verstärktes simplex, φλογμόν Paul. Sil. Therm. pyth. 154.
French (Bailly abrégé)
adoucir, apaiser.
Étymologie: ἐκ, πραΰνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπραΰνω: смягчать, умерять (τὸ τῆς νουθεσίας πικρὸν λόγοις ἐπιεικέσιν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρᾱΰνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ πραΰνω, Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 154, Πλούτ. 2. 74D.
Greek Monolingual
ἐκπραΰνω (Α)
καταπραΰνω.