ἐκσκαλεύω
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
scoop out, Ar.Lys.1028.
Spanish (DGE)
sacar ἐκσκάλευσον αὐτό sácalo un insecto del ojo, Ar.Lys.1028.
German (Pape)
[Seite 778] ausscharren, -kratzen, Ar. Lys. 1028.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσκᾰλεύω: досл. выгребать, перен. удалять, устранять (τι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσκᾰλεύω: σκαλίζω καὶ ἐκβάλλω, Ἀριστοφ. Λυσ. 1028.
Greek Monolingual
ἐκσκαλεύω (Α)
σκαλίζω και βγάζω έξω κάτι, το φέρνω στην επιφάνεια.