ἐκστράνιος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Spanish (DGE)
ἐκστρανήιος, -α, -ον
• Alolema(s): ἐκστράνιος TAM 3(1).608; ἐξτράνιος TAM 3(1).541; ἐκτράνιος IG 22.13389 (IV d.C.); ἐκτράνος Sitz.Wien.743.2007.232.158 (Termeso, imper.)
lat. extraneus, extraño, ajeno a la familia, op. συγγενής ‘de la familia’, ‘pariente’ TAM 3(1).481, ll.cc. (todas Termeso, imper.), IG l.c.