ἐκταδόν
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
Adv. = ἐκτάδην, Lib.Or.11.215, Agath.5.12.
Spanish (DGE)
(ἐκτᾰδόν)
adv. todo a lo largo, en toda su extensión οὔκ εἰσιν ἐ. ... στοαί Lib.Or.11.215, ἐ. ... ἐπεκέκλιτο γαίῃ Nonn.D.10.359, cf. 12.348, 14.141, τεῖχος ἐ. ἵδρυται Agath.5.12.2, (κόσμος) ἐ. ἀργεννῆσι φαινόμενος πλακέεσσι SEG 37.1537.8 (Arabia IV/V d.C.).
German (Pape)
[Seite 779] Liban. u. a. Sp., = ἐκτάδην.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτᾰδόν: ἐπίρρ. = ἐκτάδην, «οὔ μόνον ἐκτάδην, ἀλλὰ καὶ ἐκταδόν, ὡς Λιβάνιος ἐν τῷ Ἀντιοχικῷ» (τ. 1. σ. 343, 8), Θωμ. Μάγιστρ. σ. 289, Ἀγαθ. Ἱστ. 5. 12.