ἐλλωβάομαι
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
commit an outrage, εἰς τὸν οἶκόν τινος Ant.Lib.11.7.
Spanish (DGE)
ultrajar ἐνελωβᾶτο εἰς τὸν οἶκον τοῦ Πανδάρεω Ant.Lib.11.7.
German (Pape)
[Seite 802] auf Einen schimpfen, ihn beschimpfen, εἰς τὸν οἶκον Anton. Lib. 11, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλωβάομαι: ἀποθ., λυμαίνομαι, ἀτιμάζω, κακοποιῶ, προξενῶ κακόν, ὅτι ἐνελωβᾱτο εἰς τὸν οἶκον τοῡ Πανδαρέου Ἀντων. Λιβ. 1Ι.