ἐμβατεία
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
ἡ, entering into possession, AB249, EM334.35.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): pap. frec. ἐμβαδεία; tard. ἐμβαδία PVarsov.26.30 (IV d.C.), EM 334.36G., AB 249
• Grafía: graf. ἐνβ- IMylasa 814.15 (II a.C.)
1 toma de posesión de propiedades adquiridas mediante compra IMylasa l.c.
2 ejecución del embargo de los bienes del deudor por el acreedor χρηματισμὸς ἐμβαδείας BGU 1573.1 (II d.C.), cf. PFlor.55.2 (I d.C.), 56.2, PBerl.Leihg.10.15 (ambos II d.C.), ἐποχὴ ἐμβαδείας PSI 688.40 (II d.C.), τέλος ἐμβαδείας PSI 688.72, cf. SB 4415.6 (ambos II d.C.), PIFAO 23.5, PLond.1164d.8 (ambos III d.C.), PVarsov.l.c., cf. EM l.c., AB l.c.
German (Pape)
[Seite 805] ἡ, das Antreten des Vermögens, B. A. 249.
Greek Monolingual
ἐμβατεία και ἐμβάτευσις, η (Α)
(στο αττικό δίκαιο) η πράξη με την οποία ένα κινητό ή ακίνητο αντικείμενο περιέρχεται στην κατοχή κάποιου.