ἐμβροχάς
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ἐμβροχάδος, ἡ, layer of the vine, Gp.4.3.7.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ agr. mugrón, Gp.4.3.7.
German (Pape)
[Seite 807] άδος, ἡ, das Senkreis des Weinstocks, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβροχάς: -άδος, ἡ, (ἐμβρέχω) κλῆμα ἀμπέλου, φυτευόμενον πλησίον αὐτῆς χωρὶς νὰ κοπῇ ἐξ αὐτῆς, κοινῶς «καταβολάδα», Λατ. mergus, Γεωπον. 4. 3, 7.
Greek Monolingual
ἐμβροχάς, η (Μ)
βλαστός κλήματος που φυτεύεται και καλύπτεται ένα μέρος του με χώμα, χωρίς να αποκοπεί από τον κορμό του μητρικού φυτού, η καταβολάδα.