ἐμπόλησις
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
-εως, ἡ, buying, trafficking, Poll.3.124.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ comercio Poll.3.124.
German (Pape)
[Seite 816] ἡ, das Einkaufen, Poll. 3, 124.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπόλησις: -εως, ἡ, πώλησις, Πολυδ. Γ΄, 124.
Greek Monolingual
ἐμπόλησις, η (Α)
αγοραπωλησία, εμπορία, εμπόριο.