ἐμφοβέω
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
terrify, intimidate, BGU613.18 (ii A. D.):—Pass., to be alarmed, Ezek.Exag.82.
Spanish (DGE)
1 atemorizar, intimidar c. ac. de pers. ἐπέδωκαν [μ] ο[ι] ἐμφοβοῦντες με διαστολικὸν ὑπόμνημα Mitteis Chr.89.18 (II d.C.), μηδὲ λίαν σε σαρκὸς ἡ φύσις ἐμφοβείτω Gr.Naz.M.37.635A
•con μή, Fauorin.de Ex.25.29.
2 en v. med.-pas. asustarse ἐμφοβηθεῖς ἐξανίσταμ' ἐξ ὕπνου Ezech.82.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφοβέω: ἐμβάλλω φόβον, κάμνω τινὰ νὰ φοβηθῇ, Εὐστ. Ἰλ. 943. 16: - Παθ., φοβοῦμαι, Πλουτ. Ὄθ. 5.