ἐναπέρεισμα
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
German (Pape)
[Seite 828] τό, dasselbe, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπέρεισμα: τό, ἐντύπωσις τῆς ψυχῆς ἐπὶ τῆς ψυχῆς, Κλήμ. Ἀλ. 487.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
impresión, huella τῆς ψυχῆς Clem.Al.Strom.2.20.110.
Greek Monolingual
ἐναπέρεισμα, το (Α)
αυτό που στηρίζεται ή ακουμπά κάπου, αυτό που εντυπώνεται.