ἐνδιατριπτικός

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδιατριπτικός Medium diacritics: ἐνδιατριπτικός Low diacritics: ενδιατριπτικός Capitals: ΕΝΔΙΑΤΡΙΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: endiatriptikós Transliteration B: endiatriptikos Transliteration C: endiatriptikos Beta Code: e)ndiatriptiko/s

English (LSJ)

ἐνδιατριπτική, ἐνδιατριπτικόν, fondly dwelling in, τόποις καὶ πράγμασι τοῖς αὐτοῖς M.Ant.1.16.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
apegado, asiduo subst. τὸ τόποις καὶ πράγμασι τοῖς αὐτοῖς ἐνδιατριπτικόν el apego a los mismos lugares y hechos M.Ant.1.16.7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime à passer son temps dans, τινι.
Étymologie: ἐνδιατρίβω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιατριπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ διατρίβῃ, νὰ διαμένῃ ἔν τινι, ἀντίθ. τῷ εὐμετακίνητος καὶ ῥιπταστικός· καὶ τόποις καὶ πράγμασι τοῖς αὐτοῖς ἐνδιατριπτικὸν Μ. Ἀντων. 1. 16.

German (Pape)

ή, όν, gern wobei verweilend, τόποις καὶ πράγμασι τοῖς αὐτοῖς M.Ant. 1.16.