ἐνιπλήσσω
From LSJ
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
English (LSJ)
Ep. for ἐμπλήσσω: strike against, fall upon or fall into.
English (Autenrieth)
aor. subj. ἐνιπλήξω: intrans., dash into, rush into; τάφρῳ, ἕρκει, Μ, Od. 22.469.
Greek Monolingual
ἐνιπλήσσω (Α) (επικ. τ. του ἐμπλήσσω)
1. πέφτω μέσα, εμπίπτω («καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ» — και πέσουμε μέσα στη σκαμμένη τάφρο, Ομ. Ιλ.)
2. πλήττω, χτυπώ
3. επιτίθεμαι, εφορμώ
4. (κατά τον Ησύχ.) «ενιπλήξαντες, ενιπληξάμενοι
εμπελάσαντες, πλησιάσαντες».