ἐξέμμορε
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
French (Bailly abrégé)
v. ἐκμείρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξέμμορε: эп. 3 л. sing. pf. к ἐκμείρομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέμμορε: ἴδε ἐν λ. μείρομαι ΙΙ.
Greek Monotonic
ἐξέμμορε: γʹ ενικ. παρακ. του ἐκμείρομαι.