ἐξέμμορε

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

French (Bailly abrégé)

v. ἐκμείρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξέμμορε: эп. 3 л. sing. pf. к ἐκμείρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέμμορε: ἴδε ἐν λ. μείρομαι ΙΙ.

Greek Monotonic

ἐξέμμορε: γʹ ενικ. παρακ. του ἐκμείρομαι.