ἐξαιματόω
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
change into blood, Gal.8.359:—Pass., Arist.Somn.Vig.456b4, Ph.2.244.
Spanish (DGE)
convertir en sangre αἱ φλέβες ἐξαιματοῦσιν αὐτὰς (τροφάς) εὐχερῶς Gal.14.282, cf. Steph.in Hp.Aph.1.96.35, 98.4, Phlp.in Ph.196.5, en v. pas. ἐξαιματουμένης τῆς τροφῆς Gal.14.718, ὁ χύλος ἀνάγεται εἰς ἧπαρ καὶ ἐξαιματοῦται Steph.in Hp.Aph.1.96.39, cf. 3.112.7, ἡ τροφὴ ... εἰς τὰς φλέβας ἐξαιματουμένη ἐκχωρεῖ Clem.Al.Paed.1.6.44, τῆς τροφῆς πεττομένης καὶ ἐξαιματουμένης Pall.in Hp.122, cf. Thphl.Ant.Autol.1.13, Gr.Nyss.Mort.44.21
•abs. producir sangre concebido como función propia del hígado τῆς ἐξαιματούσης δυνάμεως Gal.7.80.
German (Pape)
[Seite 863] in Blut verwandeln, Arist. somn. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιμᾰτόω: τρέπω, μεταβάλλω εἰς αἷμα, ἐν τῷ παθ. ἐξαιματοῦμαι, τρέπομαι εἰς αἷμα, ἐκεῖ δὲ (ἐν ταῖς φλεψὶ) μεταβάλλουσα ἐξαιματοῦμαι Ἀριστ. π. Ὕπνου 3. 3.