ἐξανεγείρω
English (LSJ)
raise a cry, Aq.Is.15.5.
Spanish (DGE)
elevar, alzar κραυγὴν ... ἐξανεγεροῦσιν Aq.Is.15.5
•de instrumentos musicales resonar σάλπιγγες Poll.4.86.
German (Pape)
[Seite 869] (s. ἐγείρω), heftig aufregen, Eur. Herc. Fur. 1060, nach Herm. Conj.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανεγείρω: ἀντὶ ἐξεγείρω, ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1069, ἔνθα ὁ Ἕρμαννος τὸ ἐξεγειρόμενος τῶν ἀντιγράφων μετέτρεψεν εἰς ἐξανεγειρόμενος, ὅπως καταστήσῃ τὸν στίχον σύμφωνον τῇ ἑαυτοῦ θεωρίᾳ περὶ ἀντιστροφῆς, ἀλλ’ ὁ Ναύκιος καὶ ἄλλοι ἐμμένουσιν εἰς τὸ ἐξεγειρόμενος.
Greek Monolingual
ἐξανεγειρω (Α)
προτρέπω, παρορμώ έντονα, εξεγείρω («ἐξανεγειρόμενος στρέφεται», Ευρ.).
Greek Monotonic
Middle Liddell
fut. -εγερῶ
to excite, Eur.