ἐξεπομβρέω
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
rain on, S.Fr.524.4: c. acc., τὰς δρόσους Tz.H.3.59.
German (Pape)
[Seite 877] stark beregnen, Soph. frg. 470.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεπομβρέω: ниспосылать дождь Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεπομβρέω: ῥίπτω (ἐκ τοῦ οὐρανοῦ) βροχήν, οὔτ’ (ὁ Ζεὺς) ἐξεπομβρῶν Σοφ. Ἀποσπ. 470.
Greek Monolingual
ἐξεπομβρέω (AM)
(για τον Δία, τον ουρανό κ.λπ.) ρίχνω ραγδαία βροχή.