French (Bailly abrégé)
ao.2 de ἐπέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέσχον: aor. 2 к ἐπέχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέσχον: -εσχόμην, ἀόρ. β΄ ἐνεργ. καὶ μέσ. τοῦ ἐπέχω.
English (Autenrieth)
see ἐπέχω.
Greek Monotonic
ἐπέσχον: -εσχόμην, Ενεργ. και Μέσ. αορ. βʹ του ἐπέχω· ἐπέσχεθον, ποιητ.