ἐπίτραγοι

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίτρᾰγοι Medium diacritics: ἐπίτραγοι Low diacritics: επίτραγοι Capitals: ΕΠΙΤΡΑΓΟΙ
Transliteration A: epítragoi Transliteration B: epitragoi Transliteration C: epitragoi Beta Code: e)pi/tragoi

English (LSJ)

οἱ, (τραγάω) the over-luxuriant shoots of a vine, D.H.19.1, Poll.7.152; Glossaria on ἐπιφυλλίδες, EM367.20.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτρᾰγοι: οἱ, (ἴδε τραγάω) τὰ ἀκμαῖα καὶ ὀργῶντα κλήματα ἀμπέλου, Διον. Ἁλ. 17. 2. ― Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμ. (367, 17) «ἐπιφυλλίδες, τὰ πρὸς βότρυας, οἱ καλούμενοι ἐπίτραγοι», κατὰ δὲ τὸν Πολυδ. (Ζ΄, 152) «οἱ δὲ καλούμενοι νῦν τῶν ἀμπέλων ἐπίτραγοι θυμάλωπες ἐλέγοντο».