ἐπακτέον

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπακτέον Medium diacritics: ἐπακτέον Low diacritics: επακτέον Capitals: ΕΠΑΚΤΕΟΝ
Transliteration A: epaktéon Transliteration B: epakteon Transliteration C: epakteon Beta Code: e)pakte/on

English (LSJ)

A one must bring upon, πόλεμον τῇ χώρᾳ Cic.Att.9.4.2.
2 one must apply, μέτρον τινί Luc.Hist.Conscr.9, cf. D.H.Rh. 2.6; τοῦτο ἐ., ὅτι.. S.E.P.3.135.

Russian (Dvoretsky)

ἐπακτέον: adj. verb. к ἐπάγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπακτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐπάγω, δεῖ ἐπάγειν, πόλεμον τῇ χώρᾳ Κικ. π. Ἀττ. 9. 4, 2. 2) πρέπει τις νὰ ἐφαρμόσῃ, μέτρον τινὶ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9.

Greek Monotonic

ἐπακτέον: ρημ. επίθ. του ἐπάγω, αυτό που πρέπει να εφαρμόσει, να επιφέρει κάποιος, σε Λουκ.