ἐπακτέον
From LSJ
English (LSJ)
A one must bring upon, πόλεμον τῇ χώρᾳ Cic.Att.9.4.2.
2 one must apply, μέτρον τινί Luc.Hist.Conscr.9, cf. D.H.Rh. 2.6; τοῦτο ἐ., ὅτι.. S.E.P.3.135.
Russian (Dvoretsky)
ἐπακτέον: adj. verb. к ἐπάγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπακτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐπάγω, δεῖ ἐπάγειν, πόλεμον τῇ χώρᾳ Κικ. π. Ἀττ. 9. 4, 2. 2) πρέπει τις νὰ ἐφαρμόσῃ, μέτρον τινὶ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9.
Greek Monotonic
ἐπακτέον: ρημ. επίθ. του ἐπάγω, αυτό που πρέπει να εφαρμόσει, να επιφέρει κάποιος, σε Λουκ.