ἐπηρεαστής

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηρεαστής Medium diacritics: ἐπηρεαστής Low diacritics: επηρεαστής Capitals: ΕΠΗΡΕΑΣΤΗΣ
Transliteration A: epēreastḗs Transliteration B: epēreastēs Transliteration C: epireastis Beta Code: e)phreasth/s

English (LSJ)

ἐπηρεαστοῦ, ὁ, insolent person, Sm.Ps.56(57).2, Vett.Val.104.8, PAmh.2.134.12 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηρεαστής: -οῦ, ὁ, καταφρονητής, ὑβριστής, Achmes Ὀνειρ. 104, Γρηγορ. Νύσσ. τ. 2. σ. 689D, κλ.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπηρεαστής) επηρεάζω
νεοελλ.
αυτός που ενεργεί βλαπτικά
μσν.
αυτός που επιβάλλει φόρους
αρχ.
υβριστής, εκείνος που συμπεριφέρεται περιφρονητικά προς κάποιον.