ἐπηρεαστής
From LSJ
English (LSJ)
ἐπηρεαστοῦ, ὁ, insolent person, Sm.Ps.56(57).2, Vett.Val.104.8, PAmh.2.134.12 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηρεαστής: -οῦ, ὁ, καταφρονητής, ὑβριστής, Achmes Ὀνειρ. 104, Γρηγορ. Νύσσ. τ. 2. σ. 689D, κλ.
Greek Monolingual
ο (AM ἐπηρεαστής) επηρεάζω
νεοελλ.
αυτός που ενεργεί βλαπτικά
μσν.
αυτός που επιβάλλει φόρους
αρχ.
υβριστής, εκείνος που συμπεριφέρεται περιφρονητικά προς κάποιον.