ἐπικέρδεια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A = ἐπικέρδια (q.v.), Peripl.M.Rubr.49, Philostr.Her.19.14: pl., Ph. 2.11.
II. interest, PGiss.53.4 (iv A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 948] ἡ, der Gewinn, bes. von verkaufter Waare, Philostr. v. soph. 2, 2, l. d.
Greek Monolingual
ἐπικέρδεια, ἡ (AM)
1. το κέρδος που αποκτάται από εργασία, κυρίως εμπορική
2. το επί πλέον κέρδος.