ἐπιπροφέρω
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
move on forwards, ταρσὸν ποδός Id.4.1519.
German (Pape)
[Seite 973] (s. φέρω), dagegen weiter vorbringen, vorsetzen, ταρσὸν ποδός Ap. Rh. 4, 1519.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπροφέρω: κινῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, ταρσὸν ποδὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1519.
Greek Monolingual
ἐπιπροφέρω (Α)
κινώ προς τα εμπρός, προβάλλω («λαιὸν ἐπιπροφέρων ταρσὸν ποδός», Απολλ. Ρόδ.).