ἐπισφαίριον
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
τό, tip of the nose, Gal.18(1).805.
Greek Monolingual
ἐπισφαίριον, τὸ (Α)
1. καθετί που έχει σφαιρικό σχήμα
2. (ειδ.) φρ. «ἐπισφαίριον ῥινός» — η άκρη της μύτης (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφαίρα + υποκορ. κατάλ. -ιoν].