ἐπιτεύχω

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτεύχω Medium diacritics: ἐπιτεύχω Low diacritics: επιτεύχω Capitals: ΕΠΙΤΕΥΧΩ
Transliteration A: epiteúchō Transliteration B: epiteuchō Transliteration C: epiteycho Beta Code: e)piteu/xw

English (LSJ)

make or build for, Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι Pi.O.8.32.

German (Pape)

[Seite 991] dazu verfertigen, in tmesi Pind. Ol. 8, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτεύχω: κατασκευάζω διά τι, Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι Πινδ. Ο. 8. 42.

English (Slater)

ἐπῐτεύχω construct Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι (O. 8.32)

Greek Monolingual

ἐπιτεύχω (Α)
(ποιητ. τ.) κατασκευάζω επί πλέον («Ίλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῡξαι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεύχω «κατασκευάζω»].