ἐπιφοινίσσω
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
A make red on the surface, Luc.Am.41.
II intr., incline to be red, be reddish, Arist.Phgn.812a33; ἐπιφοινίσσον σημεῖον Thphr. Sign.10:—Pass., ἐπιφοινίσσεται τὸ πρόσωπον Arist.Phgn.812a32; ἐπιφοινίσσονται τοὺς ὀφθαλμούς ib.37.
German (Pape)
[Seite 1000] dass., Arist. physiogn. 6; Theophr.; ἡ λευκότης αὐτοῦ ἐπεφοίνισσεν περὶ τὸ στῆθος Plut. Alex. 4. – Auf der Oberfläche roth machen, Luc. Amor. 41; Plut. Symp. 8, 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπεφοίνιξα;
1 intr. tirer sur le rouge pourpre;
2 tr. rendre rouge pourpre à la surface.
Étymologie: ἐπί, φοινίσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφοινίσσω:
1 делать пурпурным (τινὰ ὑπέρλευκον Luc.);
2 отливать пурпуром: διαπλέων τὸ πρόσωπον ἐπιφοινίσσοντος ἐρυθήματος Plut. с ярким румянцем на лице.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφοινίσσω: καθιστῶ τι φοινικοῦν ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, κοκκινίζω αὐτό, Λουκ. Ἔρωτες 41. ΙΙ. ἀμεταβ., κλίνω πρὸς τὸ φοινικοῦν χρῶμα, εἶμαι ὑπέρυθρος, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 35, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 1. 10· ὅπως ἐν τῷ Παθ., Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 36.
Greek Monolingual
ἐπιφοινίσσω (Α)
1. κάνω κάτι κόκκινο στην επιφάνεια, κοκκινίζω («ἵνα τὴν ὑπέρλευκον αὐτῶν... [τῶν παρειῶν] χροιὰν τὸ πορφυροῦν ἄνθος ἐπιφοινίξῃ», Λουκιαν.)
2. (αμτβ.) κλίνω προς το κόκκινο χρώμα («οἷς τὸ πρόσωπον ἐπιφοινίσσον ἐστί», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φοινίσσω (< φοίνιξ ΙV «πορφύρα»)].