ἐπονειδίστως
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière blâmable ou honteuse.
Étymologie: ἐπονείδιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπονειδίστως:
1 постыдно, позорно (τὸν βίον τελευτᾶν Isocr.);
2 оскорбительно (ἐλέγχειν καὶ ψέγειν τινά Polyb.).
English (Woodhouse)
(see also: ἐπονείδιστος) scandalously