ἐρεσχηλία
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεσχηλία: ἢ -ελία, ἡ, μωρολογία, φλυαρία, Σωκράτ. 3. 7, Βασίλ. τ. 2. σ. 495Β, κλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐρεσχελία· φιλονεικία, φλυαρία. ἔνστασις».