ἐρεσχηλία
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεσχηλία: ἢ -ελία, ἡ, μωρολογία, φλυαρία, Σωκράτ. 3. 7, Βασίλ. τ. 2. σ. 495Β, κλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐρεσχελία· φιλονεικία, φλυαρία. ἔνστασις».