ἐρυθροποίκιλος
From LSJ
English (LSJ)
ἐρυθροποίκιλον, spotted with red, συνόδοντες Epich.69.
German (Pape)
[Seite 1036] rothbunt, roth gesprenkelt, συνόδοντες Epicharm. bei Ath. VII, 322 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθροποίκῐλος: -ον, ἔχων στίγματα ἐρυθρά, Ἐπίχαρμ. 47 Ahr.
Greek Monolingual
ἐρυθροποίκιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ερυθρά στίγματα.