ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
v. ἵστημι.
ἐστάθην: (ᾰ) aor. 1 pass. к ἵστημι.