ἐσχαρώδης
From LSJ
English (LSJ)
ἐσχαρῶδες, scab-like, Poll.4.204, Gal.19.434.
German (Pape)
[Seite 1045] ες, schorfartig, Poll. 2, 204 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχαρώδης: -ες, (ἐσχάρα v.) ὅμοιος πρὸς ἐσχάραν σχηματισθεῖσαν ἐκ καυτηριάσεως, Πολυδ. Δʹ, 204, Γαλην. τ. 14. σ. 777, 9, καὶ τ. 19. σ. 442, 3.
Greek Monolingual
-ες (Α ἐσχαρώδης, -ες) εσχάρα
αυτός που μοιάζει με εσχάρα (κακάδι) έλκους, πληγής
νεοελλ.
αυτός που σχηματίζει εσχάρα (σε έλκος ή πληγή).