ἐσχαρώδης

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχᾰρώδης Medium diacritics: ἐσχαρώδης Low diacritics: εσχαρώδης Capitals: ΕΣΧΑΡΩΔΗΣ
Transliteration A: escharṓdēs Transliteration B: escharōdēs Transliteration C: escharodis Beta Code: e)sxarw/dhs

English (LSJ)

ἐσχαρῶδες, scab-like, Poll.4.204, Gal.19.434.

German (Pape)

[Seite 1045] ες, schorfartig, Poll. 2, 204 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχαρώδης: -ες, (ἐσχάρα v.) ὅμοιος πρὸς ἐσχάραν σχηματισθεῖσαν ἐκ καυτηριάσεως, Πολυδ. Δʹ, 204, Γαλην. τ. 14. σ. 777, 9, καὶ τ. 19. σ. 442, 3.

Greek Monolingual

-ες (Α ἐσχαρώδης, -ες) εσχάρα
αυτός που μοιάζει με εσχάρα (κακάδι) έλκους, πληγής
νεοελλ.
αυτός που σχηματίζει εσχάρα (σε έλκος ή πληγή).