ἐφίπταμαι

English (LSJ)

late pres. of ἐπιπέτομαι, Mosch.1.16, Arist.Mir.841b31, J.AJ1.10.3, 3.1.5, Plu.Cleom.39, Porph.Abst.1.25.

German (Pape)

[Seite 1119] (s. ἵπταμαι), hinan-, darauflosfliegen; εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις Od. 15, 160; πτερόεις ὡς ὄρνις ἐφίπταται ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλους Mosch. 1, 16; in später Prosa, ὥστε μηδὲν ὄρνεον ἐφίπτασθαι σαρκοφάγον Plut. Cleom. 39.

French (Bailly abrégé)

voler sur ou vers.
Étymologie: ἐπί, ἵπταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐφίπταμαι: Hom., Arst., Plut. = ἐπιπέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφίπταμαι: μεταγεν. ἐνεστ. τοῦ ἐπιπέτομαι, Μόσχ. 1. 16, Ἀριστ. π. Θαυμ. 119. 148.

Greek Monolingual

ἐφίπταμαι (Α)
μτγν. τ. ενεστ. του ἐπιπέτομαι, πετώ πάνω από κάποιον ή από κάτι, πετώ ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵπταμαι.

Greek Monotonic

ἐφίπταμαι: μεταγεν. ενεστ. του ἐπιπέτομαι, σε Μόσχ.