ἐφηλότης
From LSJ
English (LSJ)
-ητος, ἡ, white speck on the eye, S.E.M.7.233.
German (Pape)
[Seite 1117] ητος, ἡ, Fehler der Augen, weißer Fleck im Auge, Sext. Emp. adv. math. 7, 233.
Russian (Dvoretsky)
ἐφηλότης: ητος ἡ белое пятно на глазу, бельмо Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφηλότης: -ητος, ἡ, λευκὸν στίγμα ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 233.
Greek Monolingual
ἐφηλότης, ἡ (Α) έφηλος
λευκό στίγμα στο μάτι («καθὰ γὰρ ἡ ἐφηλότης λέγεται λευκότης ἐν ὀφθαλμῷ», Σέξτ. Εμπ.).