ἑλείτης
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
ἑλείτου, ὁ,
A marsh-growing, κάλαμος Dion.Byz.23.
II Ἑλείτας, ὁ, title of Apollo in Cyprus, Schwyzer 682.15.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): -ας IChS 215(b) (IV a.C.); ἑλίτης Aët.16.26
1 que crece en los pantanos, palustre κάλαμος Dion.Byz.23, PMil.Vogl.69A.122, 308.33 (ambos II d.C.)
•ἀσπάραγος Aët.l.c.
2 epít. de Apolo Heleta, e.e., el del pantano en Tamaso (Chipre) IChS l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλείτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν τοῖς ἕλεσι φυόμενος, οἵ τε γὰρ ἔλαφοι... σιτοῦνται τὸν ἑλείτην κάλαμον Διονυσ. Βυζ. Ἀνάπλ. Βοσπ. ἔκδ. Wescher 23.
Greek Monolingual
ἑλείτης, ο (Α)
αυτός που φύεται στα έλη.