ἑξηκονταετής

German (Pape)

[Seite 881] Hippocr., zsgzg. ἑξηκοντούτης, ές, sechzigjährig, Plat. Legg. VI, 755 a VII, 812 b a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sexagénaire.
Étymologie: ἑξήκοντα, ἔτος.

Greek Monolingual

-ές (AM εξηκονταέτης, -ες)
αυτός που έχει ηλικία εξήντα ετών
νεοελλ.
1. αυτός που έχει χρονική διάρκεια εξήντα ετών
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο εξηκονταετής, η εξηκονταέτις
ηλικίας εξήντα ετών
ο εξηντάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + -ετής (< έτος)].

Russian (Dvoretsky)

ἑξηκονταετής: и ἑξηκονταέτης 2 шестидесятилетний Diog. L.