ἔκχυμα
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
German (Pape)
[Seite 787] τό, Ausguß, Or. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκχῠμα: τό, αἵματος ἔκχ. αἱματοχυσία, Χρησμ. Σιβυλλ. 3, 320 καθ’ ὃ πρέπει νὰ διορθωθῇ τὸ ἐν 11. 106.
Spanish (DGE)
(ἔκχῠμα) -ματος, τό
1 caudal αἵματος Orac.Sib.3.320, cf. 11.106.
2 fig. grandeza οὐ μαθὼν δὲ τὸ τῆς ψυχῆς ἔκχυμα Ps.Callisth.1.18B.
Greek Monolingual
το (AM ἔκχυμα)
αυτό που χύθηκε, έκχυση, χύσιμο («αἵματος ἔκχυσις» — αιματοχυσία)
μσν.
μτφ. ξεχείλισμα («ἔκχυμα ψυχῆς» — η έκχυση της ψυχής προς τα έξω, το ξεχείλισμα της ψυχής).