ἔκχυμα

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315

German (Pape)

[Seite 787] τό, Ausguß, Or. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκχῠμα: τό, αἵματος ἔκχ. αἱματοχυσία, Χρησμ. Σιβυλλ. 3, 320 καθ’ ὃ πρέπει νὰ διορθωθῇ τὸ ἐν 11. 106.

Spanish (DGE)

(ἔκχῠμα) -ματος, τό
1 caudal αἵματος Orac.Sib.3.320, cf. 11.106.
2 fig. grandeza οὐ μαθὼν δὲ τὸ τῆς ψυχῆς ἔκχυμα Ps.Callisth.1.18B.

Greek Monolingual

το (AM ἔκχυμα)
αυτό που χύθηκε, έκχυση, χύσιμο («αἵματος ἔκχυσις» — αιματοχυσία)
μσν.
μτφ. ξεχείλισμαἔκχυμα ψυχῆς» — η έκχυση της ψυχής προς τα έξω, το ξεχείλισμα της ψυχής).