ἕσταμεν

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ pl. pf. de ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἕστᾰμεν: 1 л. pl. pf. к ἵστημι.