ἠερόμορφος
From LSJ
English (LSJ)
ἠερόμορφον, (μορφή) airformed, αὖραι Id.H.81.6, cf. 16.1.
German (Pape)
[Seite 1155] lustgestaltig, lustig, Orph. H. 80, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἠερόμορφος: -ον, (μορφὴ) ἔχων μορφὴν ἀεροειδῆ, αὖραι Ὀρφ. Ὕμν. 80.
Greek Monolingual
ἠερόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει μορφή αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. του αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιόμορφος, πολύμορφος)].