ἠκηκόειν

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἀκούω.

Greek Monotonic

ἠκηκόειν: υπερσ. του ἀκούω.