ἠλεὸς

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek (Liddell-Scott)

ἠλεὸς: -ή, -όν, (ἄλη, ἀλάομαι) πεπλανημένος, ἄφρων, ἠλίθιος, φρένας ἠλεὲ Ὀδ. Β. 243∙ ὡσαύτως ἐν τῶ κατ’ ἀποκοπ. τύπῳ φρένας ἠλὲ (ὡς μέλε ἀντί μέλεε παρ’ Ἀττ.), Ἰλ. Ο. 128∙ ἠλεὰ ρέξας Καλλ. Ἀποσπ. 174, πρβλ. 173∙ ὡσαύτως ἠλεὰ ὡς ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Ἀνθ. Π. 7. 639. 2) ἐνεργ., ἐπιφέρων μαγίαν, διαταράττων τὰς φρένας, οἶνος Ὀδ. Ξ. 464. ΙΙ. ἕτερος τύπος ἀλεὸς (ᾶ, ὡς φαίνεται) μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡρωδιαν. π. μον. λέξ. 4. 19, ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ μάταιος ἐν Ε. Μ. 59. 45∙ οὕτως, «ἀλεόφρων, ὁ παράφρων» αὐτόθι∙ ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει «ἀλαιὸς (δηλ. ἀλεός), ὁ παλαιός ἄφρων, Αἰσχύλος», (πρβλ. Σχολ. Ἀριστοφ. Λυσ. 987)∙ καὶ τὸ ῥῆμᾳ «ἀλεώσσειν, μωραίνειν».