ἠλιτόμηνις
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ὁ μάτην ἐγκαλῶν, Hsch.: acc. sg. -μηνιν Epic. in Arch.Pap.7.5.
German (Pape)
[Seite 1163] vergeblich zürnend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλιτόμηνις: ὁ, ἡ, «ὁ μάτην ἐγκαλῶν» Ἡσύχ.