ἡγητικός
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
Dor. ἁγητικός, ή, όν, = ἡγεμονικός, authoritative, leading, τοὔνομ' οὐχ ἁ. Com.Adesp.inGött.Nachr.1922.28; opp. ἀπορητικός, Procl.in Prm.p.483 S.; dub. sens. in Vett.Val.15.16.
Greek Monolingual
ἡγητικός, δωρ. τ. ἁγητικός, -ή, -όν (Α) ηγητής
ηγετικός, αυταρχικός, καθοδηγητικός.