ἡμίιππος
From LSJ
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
English (LSJ)
ὁ, coined on analogy of ἡμίονος, Sch.D.T.p.167 H.
German (Pape)
[Seite 1168] Halbpferd, Schol. Dion. Thr. B. A. 733, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίιππος: ὁ, κατὰ τὸ ἥμισυ ἵππος, «ἡμίονος ἀπὸ τοῦ χείρονος ὠνομάσθη οὐχ ἡμίιππος» Σχόλ. Διον. Θρᾳκ. Β. Α. 733, 3.
Greek Monolingual
ήμίιππος, ὁ (Α)
ημίονος.