ἡμιασσάριον
From LSJ
English (LSJ)
τό, half-as, Lat. semissis, Plb.2.15.6, Head Hist.Num.2 601.
German (Pape)
[Seite 1167] τό, das halbe As, Pol. 2, 15, 6.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιασσάριον: (ᾰρ) τό пол-асса (лат. semissis) Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιασσάριον: τό, ἥμισυ ἀσσάριον, Λατ. semissis, Πολύβ. 2. 15, 6.
Greek Monolingual
ἡμιασσάριον, τὸ (Α)
το ήμισυ ασσάριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ασσάριο «ρωμαϊκό νόμισμα»].