ἡμιτετράγωνος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], hyperdor. ἁμ-, ον, forming half a square, of the isosceles right-angled triangle, Speus. ap.Theol.Ar.63, Ti.Locr.98a, 98b, Simp.in Cael.638.3.
German (Pape)
[Seite 1170] dor. ἁμιτ., halbviereckig, Tim. Locr. 98 a.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιτετράγωνος: дор. ἁμιτετράγωνος 2 составляющий половину четырехугольника Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιτετράγωνος: Δωρ. ἁμι-, ον, τὸ ἥμισυ τοῦ τετραγώνου ἀποτελῶν, Τίμ. Λοκρ. 98 Α. Β.
Greek Monolingual
ἡμιτετράγωνος και ἁμιτετράγωνος, -ον (Α)
αυτός που αποτελεί το μισό του τετραγώνου.