ἤθισις
From LSJ
ἡ πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you
English (LSJ)
v. ἤθησις. ἠθμάριον, τό, Dim. of ἠθμός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1156] ἡ, das Durchseihen, Durchschlagen, Arist. probl. 2, 41, l. d.
Russian (Dvoretsky)
ἤθῐσις: εως ἡ процеживание Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἤθῐσις: -εως, ἡ, διύλισις, στράγγισις, Ἀριστ. Προβλ. 2. 41 (ἀναγνωστ. διήθησις).
Greek Monolingual
ἤθισις, ἡ (Α)
(στον Αριστοτ.) πιθανόν εσφ. ανάγν. αντί του ορθού τ. ήθησις.