ἤνοιξα

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

French (Bailly abrégé)

ao. Act. de ἀνοίγω.

Greek Monotonic

ἤνοιξα: αόρ. αʹ του ἀνοίγνυμι.