Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
3ᵉ sg. impf. épq. et ion. de εἰμί.
ἦεν: = ἦε.
ἦεν: Ἐπ. γ΄ ἑν. παρατ. τοῦ εἰμὶ (sum).
see εἰμί.
ἦεν: Επικ. αντί ἦν, γʹ ενικ. παρατ. του εἰμί (Λατ. sum).