ἦεν

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. épq. et ion. de εἰμί.

Russian (Dvoretsky)

ἦεν: = ἦε.

Greek (Liddell-Scott)

ἦεν: Ἐπ. γ΄ ἑν. παρατ. τοῦ εἰμὶ (sum).

English (Autenrieth)

see εἰμί.

Greek Monotonic

ἦεν: Επικ. αντί ἦν, γʹ ενικ. παρατ. του εἰμί (Λατ. sum).