ἰδιόστολος

English (LSJ)

ἰδιόστολον, equipped at one's own expense, τριήρης Plu.Alc.1; hired for one's own use, πλοῖον Ath.12.521a, cf. Philostr.VA5.20; ἰ. πλεῦσαι sail in one's own ship, Plu.Thes.26.

German (Pape)

[Seite 1237] auf eigene Kosten ausgerüstet; τριήρης Plut. Alc. 1; ἰδ. ἔπλευσε, er fuhr in einem auf eigene Hand ausgerüsteten Schiffe, Thes. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 équipé aux frais particuliers d'une personne;
2 équipé pour son propre usage : ἰδιόστολος ἔπλευσε PLUT il navigua sur son propre navire.
Étymologie: ἴδιος, στέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιόστολος: (ῐδ) снаряженный на личные средства (τριήρης Plut.): ἰ. ἔπλευσε Plut. он отплыл на корабле, который был снаряжен на его собственный счет.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιόστολος: -ον, ἐξηρτυμένος, ὡπλισμένος δι’ ἰδίας δαπάνης, ἰδιοστόλῳ τριήρει περὶ Ἀρτεμίσιον ἐνδόξως ἐναυμάχησεν Πλουτ. Ἀλκιβ. 1· μεμισθωμένος πρὸς χρῆσιν, ἰδιόστολον ἐναυλώσατο πλοῖον Ἀθήν. 521Α· ἰδιόστολος ἔπλευσε, μὲ τὸ ἴδιόν του πλοῖον, Πλουτ. Θησ. 26.

Greek Monolingual

ἰδιόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που εξοπλίζεται με ιδιωτικές δαπάνες
2. ο μισθωμένος για ιδιαίτερη χρήση
3. φρ. «ἰδιόστολος πλέω» — πλέω με δικό μου πλοίο (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -στολος (< στόλος «εξοπλισμός»), πρβλ. απόστολος, αυτόστολος].

Greek Monotonic

ἰδιόστολος: -ον (στέλλω), οπλισμένος με δικά του έξοδα, σε Πλούτ.· ἰδιόστολος ἔπλευσε, έπλευσε με το δικό του πλοίο, στον ίδ.

Middle Liddell

ἰδιό-στολος, ον στέλλω
equipt at one's own expense, Plut.; ἰδ. ἔπλευσε sailed in his own ship, Plut.